- καταβολάς
- καταβολά̱ς , καταβολήthrowing downfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταβολᾶς — καταβολεύς founder masc acc pl καταβολή throwing down fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ДОХОДЫ ГОСУДАРСТВА — • Πρόσοδοι. I. Государственное хозяйство у афинян. Составление ежегодного бюджета с предварительной росписью расходов и Д., как это делается в современных государствах, вероятно, не было в обычае ни в Афинах, ни в других греческих … Реальный словарь классических древностей
καταβολάδα — Αγενής τρόπος πολλαπλασιασμού των φυτών, ο οποίος εκμεταλλεύεται την ικανότητα των νεαρών βλαστών να βγάζουν επίκτητες ρίζες, όταν σκεπαστούν με χώμα. Η κ. διαφέρει από το μόσχευμα επειδή μέχρι να εμφανιστούν οι ρίζες δεν κόβεται από το μητρικό… … Dictionary of Greek
καταβολεύω — και καταβολιάζω [καταβολάς] φυτεύω στη γη καταβολάδες για να φυτρώσει νέο φυτό … Dictionary of Greek
υπογράφω — ὑπογράφω ΝΜΑ [γράφω] 1. γράφω με το ίδιο μου το χέρι το όνομά μου στο τέλος κειμένου ή εγγράφου, βάζω την υπογραφή μου (α. «πρέπει να υπογράψω όλα τα έγγραφα σήμερα» β. «Κύριλλος ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας ὑπέγραψα», Σύν. Εφ. γ. «ὁ δεῑνα ὑπέγραψα… … Dictionary of Greek